Έξω η γάτα από τον σάκο[1].-Ακόμη και η πιο σεβαστή συμπεριφορά του σοσιαλισμού, η αλληλεγγύη, έχει αρρωστήσει. Άλλοτε ήθελε να υλοποιήσει τον λόγο για την αδελφικότητα, να τον βγάλει από τη γενικότητα, όπου ήταν ιδεολόγημα, φυλάσσοντάς τον για το μερικό, το κόμμα, το οποίο μέσα στον ανταγωνιστικό κόσμο έμελλε να αντιπροσωπεύει μόνο του τη γενικότητα. Αλληλέγγυες ήταν ομάδες ανθρώπων, οι οποίοι από κοινού έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή τους, που ενόψει της απτής δυνατότητας δεν τη θεωρούσαν το πιο σημαντικό, οπότε, χωρίς να κατέχονται αφηρημένα από την ιδέα, αλλά και χωρίς ατομική ελπίδα, ήταν εντούτοις πρόθυμοι να θυσιασθούν ο ένας για τον άλλον. Μια τέτοια παραίτηση από την αυτοσυντήρηση προϋπέθετε γνώση και ελεύθερη απόφαση: αν αυτές λείπουν, τότε αποκαθίσταται αμέσως το τυφλό μερικό συμφέρον. Στο μεταξύ όμως η αλληλεγγύη έχει δώσει τη θέση της στην εμπιστοσύνη, ότι το κόμμα έχει χίλια μάτια, στην αναζήτηση στηρίγματος μέσα στα τάγματα εργατών, τα οποία έχουν προαχθεί προ πολλού σε φορείς στολών και κατά βάθος θεωρούνται ισχυρότερα, και στη σύμπλευση με το ρεύμα της παγκόσμιας ιστορίας. Οποιαδήποτε κατά καιρούς τυχόν αποκομιζόμενη ασφάλεια πληρώνεται με διαρκή φόβο, σούζα, ελιγμούς και γαστριμυθία: οι δυνάμεις, με τις οποίες θα μπορούσε κανείς να εξιχνιάσει την αδυναμία τού αντιπάλου, αναλώνονται στην προκαταβολική ικανοποίηση των παρορμήσεων των δικών τους ηγετών, ενώπιον των οποίων τρέμει κανείς ενδόμυχα περισσότερο απ΄ότι ενόψει του παλιού εχθρού, καθώς προαισθάνεται, ότι τελικά οι ηγέτες ένθεν και ένθεν θα έλθουν σε συμφωνίες πίσω από τις πλάτες των ενοποιημένων υπό αυτούς. Η ανάκλαση αυτής τη υπόνοιας γίνεται αντιληπτή στις διυποκειμενικές σχέσεις. Όποιος, βάσει των στερεοτύπων, σύμφωνα με τα οποία οι άνθρωποι σήμερα ταξινομούνται εκ των προτέρων, καταλογίζεται στους προοδευτικούς, χωρίς να έχει υπογράψει εκείνη τη φανταστική διακήρυξη που φαίνεται να ενώνει τους ορθόδοξους, οι οποίοι αλληλοδιακρίνονται εν είδει συνθήματος από κάτι αστάθμιστο στις χειρονομίες και στη γλώσσα, ένα είδος σκαιάς-πειθήνιας παραίτησης, έχει επανειλημμένα την ίδια εμπειρία. Οι ορθόδοξοι, ή ακόμη και πολύ όμοιές τους αποκλίσεις, τον πλησιάζουν περιμένοντας την αλληλεγγύη του. Μόλις όμως προσδοκήσει την παραμικρή απόδειξη της ίδιας αλληλεγγύης από μέρους τους, ή έστω απλή συμπάθεια για το μερίδιό του στο κοινωνικό προϊόν της δυστυχίας, του γυρίζουν ψυχρά την πλάτη, το μόνο που απέμεινε από τον υλισμό και αθεϊσμό στην εποχή των παλινορθωμένων παπάδων. Οι οργανωμένοι θέλουν να εκτεθεί ο ευπρεπείς διανοούμενος υπέρ αυτών, μόλις όμως, έστω από μακριά, φοβηθούν, ότι πρέπει να εκτεθούν οι ίδιοι, βλέπουν αυτόν ως καπιταλιστή και την ίδια ευπρέπεια, στην οποία προσέβλεπαν, ως γελοίο συναισθηματισμό και βλακεία. Η αλληλεγγύη έχει πολωθεί στην απελπισμένα πιστή στάση εκείνων, για τους οποίους δεν υπάρχει επιστροφή, και στον δυνητικό εκβιασμό σε βάρος εκείνων, οι οποίοι δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με τους δεσμοφύλακες, χωρίς όμως να παραδίδονται στη συμμορία.
Παρέκκλιση.- Την παρακμή του εργατικού κινήματος μαρτυρεί η επίσημη αισιοδοξία των οπαδών του. Αυτή φαίνεται να μεγαλώνει παράλληλα με τη σιδηρά σταθεροποίηση του καπιταλιστικού κόσμου. Οι θεμελιωτές του κινήματος δεν θεώρησαν ποτέ εγγυημένη την ευόδωσή του και γιαυτό σε όλη τους τη ζωή έλεγαν δυσάρεστα πράγματα στις εργατικές οργανώσεις. Σήμερα, όπου η θέση του αντιπάλου και η εξουσία του πάνω στη συνείδηση των μαζών είναι απείρως ενισχυμένες, η προσπάθεια αιφνίδιας αλλαγής αυτής της συνείδησης μέσω καταγγελίας της συναίνεσης θεωρείται αντιδραστική. Γίνεται ύποπτος καθένας που συνδυάζει την κριτική στον καπιταλισμό με αυτή στο προλεταριάτο, το οποίο όλο και περισσότερο αντανακλά απλώς τις τάσεις ανάπτυξης του ίδιου του καπιταλισμού. Το αρνητικό στοιχείο της σκέψης πέρα από τα ταξικά όρια τελεί υπό απαγόρευση. Η σοφία του Αυτοκράτορα Wilhelm: “δεν ανέχομαι όσους τα βλέπουν μαύρα”, έχει διεισδύσει στις τάξεις εκείνων που αυτός ήθελε να συντρίψει. Όποιος λόγου χάρη επεσήμαινε την απουσία οποιασδήποτε αυθόρμητης αντίστασης από τη μεριά των Γερμανών εργατών, έπαιρνε ως απάντηση πως όλα είναι τόσο ρευστά, που δεν είναι δυνατόν να εκφέρει κανείς κρίσεις. όποιος δεν βρίσκεται επί τόπου, ανάμεσα στα κακόμοιρα θύματα των αεροπορικών βομβαρδισμών, οι οποίοι όμως τους ταίριαζαν, όσο ακόμη στρέφονταν εναντίον των άλλων, ας κλείσει καλύτερα το στόμα του, και εκτός αυτού στη Ρουμανία και τη Γιουγκοσλαβία αναμένονται άμεσες αγροτικές μεταρρυθμίσεις. Όσο περισσότερο όμως εξανεμίζεται η έλλογη προσδοκία να αποσοβηθεί πράγματι το μοιραίο για την κοινωνία, τόσο ευλαβικότερα επαναλαμβάνουν σαν τροπάρι τα παλιά ονόματα: μάζα, αλληλεγγύη, κόμμα, ταξική πάλη. Ενώ οι οπαδοί της αριστερής παράταξης δεν πιστεύουν πια ακλόνητα σε καμιά σκέψη από την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, ενώ οι εφημερίδες τους ανυποψίαστες διασαλπίζουν καθημερινά θέσεις που υπερκερνούν κάθε ρεβιζιονισμό, αλλά δεν σημαίνουν τίποτε απολύτως και μπορούν από την επόμενη να αντικατασταθούν από τις αντίθετες, τα αυτιά των πιστών στη γραμμή, δείχνουν μια ευαισθησία μουσικού απέναντι στην παραμικρή έλλειψη σεβασμού για τα συνθήματα που έχουν αποξενωθεί από την θεωρία. Στην αισιοδοξία του ζήτω αρμόζει ο διεθνής πατριωτισμός. Ο νομοταγής πρέπει να ομολογεί πίστη σε ένα λαό, αδιάφορο σε ποιόν. Η δογματική έννοια του λαού όμως, η αναγνώριση ενός δήθεν μοιραίου δεσμού μεταξύ των ανθρώπων ως αρμόδιας αρχής για τη δράση, αρνείται υπόρρητα την ιδέα μιας κοινωνίας χειραφετημένης από τον φυσικό καταναγκασμό.
Ακόμη και αυτή η αισιοδοξία του ζήτω είναι η διαστροφή ενός μοτίβου το οποίο είχε γνωρίσει καλύτερες μέρες: ότι δεν μπορεί κανείς να περιμένει. Έχοντας εμπιστοσύνη στη στάθμη της τεχνικής νοούσε κανείς την αλλαγή ως έμμεσα επικείμενη, ως την επόμενη δυνατότητα. Συλλήψεις συνδεόμενες με μακρές χρονικές περιόδους, με επιφυλάξεις και περίπλοκα μέτρα διαπαιδαγώγησης του πληθυσμού, γίνονταν ύποπτες για την εγκατάλειψη του στόχου που διακήρυσσαν. Τότε η αισιοδοξία, η οποία ισοδυναμούσε με την περιφρόνηση του θανάτου, εξέφραζε την αυτόνομη θέληση. Δεν απέμεινε από αυτή παρά μόνο το περίβλημά της, η πίστη στην εξουσία και το μεγαλείο της οργάνωσης σαν αυτοσκοπού, χωρίς διάθεση για προσωπική δράση, διαποτισμένη μάλιστα με την καταστρεπτική πεποίθηση πως είναι μεν αδύνατη πια η αυθόρμητη πρακτική, αλλά τελικά ο Κόκκινος Στρατός θα νικήσει. Ο επίμονος έλεγχος, ώστε καθένας να παραδεχθεί πως όλα θα πάνε καλά, κάνει τον ανυποχώρητο ύποπτο για ηττοπάθεια και αποστασία. Οι βομβινάτορες του παραμυθιού, οι οποίοι έρχονταν από τα βάθη, ήταν άγγελοι της μεγάλης ευτυχίας. Σήμερα που η εγκατάλειψη της ουτοπίας μοιάζει με την πραγμάτωσή της όσο ο αντίχριστος με τον παράκλητο, ο βομβινάτωρ[2] έχει γίνει βρισιά ανάμεσα σε εκείνους που βρίσκονται οι ίδιοι από κάτω. Η αριστερή αισιοδοξία επαναλαμβάνει την ύπουλη αστική πρόληψη, πως δεν θα έπρεπε κανείς να μνημονεύει συνεχώς τον διάβολο, αλλά να βλέπει τη θετική πλευρά . “Δεν αρέσει ο κόσμος στον κύριο? Τότε ας ψάξει να βρει έναν καλύτερο” -αυτή είναι η καθομιλουμένη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
[1] – Μεταφορική έκφραση για το φανέρωμα μιας κρυφής πρόθεσης, το αντίθετο του “πουλάω γουρούνι στο σακί”.
[2] – Είδος βάτραχου. Στη σημασία τού απαισιόδοξου μάντη αντιστοιχεί στην Κασσάνδρα. Το παραμύθι ερμηνεύει ως καλόν οιωνό την ανάδυσή του στην επιφάνεια, όπου στον τρόμο του μένει ακίνητος με τη φωτεινόχρωμη κοιλιά γυρισμένη προς τα πάνω.
Theodor W. Adorno, Minima Moralia, εκδόσεις Αλεξάνδρεια,Δεύτερη έκδοση Σεπτέμβριος 2000.Μετάφραση Λευτέρης Αναγνώστου.
Πηγή: http://wp.me/pyR3u-9HO